-
1 тело
-а, πλθ. тела, тел-ам ουδ.1. σώμα•закон падения тел ο νόμος της πτώσης των σωμάτων•
небесные -а τα ουράνια σώματα•
геометрические -а γεωμετρικά σώματα.
2. σώμα ανθρώπου, κορμί•части тела τα μέλη του σώματος•
дрожать всем -ом τρέμω σύσσωμος.
|| το πτώμα.3. κρέας, σάρκα.4. κορμός (κύριο μέρος κάθε πράγματος).5. (στρατ.) κάνη πυροβόλου. || σάρκα καρπού.εκφρ.держать кого в чрном -е – κάνω μαύρη τη ζωή κάποιου.